ιεραρχία

ιεραρχία
(Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά τους όχι μόνο με βάση τον νόμο αλλά και με βάση τις διαταγές και τις οδηγίες των προϊσταμένων τους. Η ι. νοείται μόνο μεταξύ των οργάνων που υπάγονται στην ίδια οργανωτική ενότητα. Η έννοια της ι. δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν της διοικητικής εποπτείας. Η διοικητική εποπτεία δεν τεκμαίρεται, αλλά πρέπει να προβλέπεται ειδικά σε νομικές διατάξεις που θα καθορίζουν τα όρια και τα μέσα άσκησής της. Η εποπτεία ασκείται με διοικητικές πράξεις προς τα όργανα της διοίκησης ή τις πράξεις αυτών. Η σχέση ι. εκφράζεται με την άσκηση του ιεραρχικού ελέγχου από το ανώτερο όργανο, που προϋποθέτειτη συμμόρφωση των κατώτερων οργάνων μιας υπηρεσίας στις οδηγίες των ανώτερων και την υπαγωγή τους σε αυτά κατά βαθμούς, μέσα στα όρια που καθορίζουν οι νόμοι. Η έννοια της ι. συνδέεται με την ανάγκη για την ενιαία και αρμονική δράση της ολότητας ενός οργανισμού που ασκεί διοίκηση. Εφαρμόζεται βασικά στην κρατική διοίκηση αλλά και σε όλους τους οργανισμούς και τους φορείς που δραστηριοποιούνται στον κοινωνικό χώρο (ιδρύματα, κόμματα κλπ.). Η λειτουργία της ι. στις σύγχρονες δημοκρατικές εξελίξεις συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλη την κλίμακα της πυραμίδας που συγκροτεί. Αυτά αναλύονται στα όρια και στον τρόπο της άσκησής της. Στην κρατική διοίκηση –στα πλαίσια της οποίας εφαρμόζεται κατά βάση η ι.– συνεπάγεται η δημιουργία ιεραρχικής κλίμακας, που καταλήγει για κάθε μεγάλο κλάδο της στον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος αποτελεί και την κεφαλή της ιεραρχικής πυραμίδας. Με βάση την ι. και ασκώντας ιεραρχικό έλεγχο, τόσο οι υπουργοί όσο και άλλοι αρμόδιοι (σύμφωνα με τον νόμο) μπορούν να εκδίδουν διαταγές γενικής φύσης, εγκυκλίους ή οδηγίες, που αναφέρονται στην ερμηνεία και στον τρόπο εφαρμογής των νόμων. Επίσης, μπορούν να εκδίδουν διαταγές ή να δίνουν εντολές πάνω σε ειδικά θέματα και πράξεις ή ενέργειες των ιεραρχικά υφισταμένων τους. ιεραρχικός έλεγχος. Ο ιεραρχικός έλεγχος συνίσταται στο δικαίωμα και στην υποχρέωση των ανώτερων οργάνων να δίνουν οδηγίες και διαταγές προς τον κατώτερο, με την υποχρέωση του κατωτέρου να τις εκτελεί. Αναφέρεται επίσης και στην αρμοδιότητα του ανώτερου οργάνου να ελέγχει τις πράξεις του υφισταμένου οργάνου. Ο έλεγχος των πράξεων των υφισταμένων οργάνων μπορεί να συνίσταται σε έλεγχο νομιμότητας και σκοπιμότητας. Ο ιεραρχικός έλεγχος σχετικά με τον έλεγχο πράξεων των υφισταμένων οργάνων μπορεί να ασκηθεί είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από προσφυγή του ενδιαφερομένου. Η προσφυγή γίνεται είτε για κάποια ενέργεια από όργανο της διοίκησης με τον ισχυρισμό ότι είναι παράνομη ή άδικη είτε για είδος συμπεριφοράς που είναι αντίθετη στα καθήκοντα του υφισταμένου. Ο ιεραρχικός έλεγχος μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην πειθαρχική δίωξη κάποιου προσώπου. Η δίωξη όμως –εκτός εξαιρέσεων για πολύ ελαφρές περιπτώσεις– δεν ασκείται από τον ιεραρχικά ανώτερο αλλά από ειδικά πειθαρχικά συμβούλια που λειτουργούν με ορισμένη διαδικασία και άλλες εγγυήσεις αντικειμενικότητας. Η ιεραρχική προσφυγή είναι δημοκρατικός θεσμός, γιατί επιτρέπει τη δυνατότητα ελέγχου των πράξεων των διοικητικών οργάνων με πρωτοβουλία των ιδιωτών. ιεραρχική εξουσιοδότηση. Η ιεραρχική οργάνωση της διοίκησης προβλέπει την καθιέρωση αρμοδιοτήτων και την κατανομή ευθυνών. Υπάρχει όμως (κατά συνήθεια) η δυνατότητα ανατροπής τους με την ιεραρχική εξουσιοδότηση, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα εξουσιοδότησης του υφισταμένου από τον προϊστάμενό του να πραγματοποιήσει ενέργειες που ανάγονται στην αρμοδιότητα του δευτέρου. Αυτό, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να γίνει, όταν ένα λειτούργημα δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση. Δεν γίνεται εξουσιοδότηση πέρα από τον υφιστάμενο σε άλλο δικό του υφιστάμενο, εκτός εάν προβλέπεται ειδικά από τον σχετικό νόμο. Στη δημόσια διοίκηση επικεφαλής κάθε τομέα είναι ο εκάστοτε υπουργός (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (ΑΜ ἱεραρχία) [ιεράρχης]
νεοελλ.
1. η σχέση, η κλίμακα μεταξύ τών διαφόρων βαθμών στη στρατιωτική ή πολιτική υπηρεσία ή σε διάφορους οργανισμούς και ιδρύματα
2. η ταξινόμηση εννοιών, ιδεών κ.λπ. ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους ή σύμφωνα με άλλο αξιολογικό κριτήριο
(νεοελλ.-μσν.)
1. το σύνολο τών εν ενεργεία ιεραρχών ολόκληρης τής Εκκλησίας ή μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας
2. η σχέση μεταξύ τών βαθμών τής ιερωσύνης
μσν.
1. το αξίωμα τού αρχιερέα στην ιουδαϊκή θρησκεία
2. φρ. «τρεῑς ἱεραρχίες» — σώματα αγγελικών δυνάμεων που αποτελούνται από χερουβείμ, σεραφείμ και θρόνους
μσν.-αρχ.
το αξίωμα τού επισκόπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιεραρχία — η 1. το αξίωμα του ιεράρχη, αλλά και το σύνολο των ιεραρχών μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας: Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας. 2. κλιμάκωση των βαθμών στη διοίκηση και στο στρατό: Ενώ ήταν λοχαγός, βρέθηκε στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Hierarchy — A hierarchy (Greek: hierarchia (ἱεραρχία), from hierarches, leader of sacred rites ) is an arrangement of items (objects, names, values, categories, etc.) in which the items are represented as being above, below, or at the same level as one… …   Wikipedia

  • ανιεραρχία — ἀνιεραρχία, η (Μ) η αντικανονική ιεραρχία, η ιεραρχία που δεν έχει αναδειχθεί σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

  • δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”